πραγματολογία

πραγματολογία
η, Ν
1. πραγματογνωσία
2. πραγματισμός, πραγματοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πραγματολογία — η 1. πραγματογνωσία (βλ. λ.). 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραγματολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματολογία 2. αυτός που αναφέρεται στα πράγματα, στα αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Φιλ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • πραγματολογικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πραγματολογία. 2. αυτός που αναφέρεται στα πράγματα, στα αντικείμενα: Πραγματολογικά στοιχεία του κειμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”